ζωνοειδής

ζωνοειδής
-ές (AM ζωνοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ζώνη, που έχει σχήμα ζώνης.
επίρρ...
ζωνοειδῶς (AM)
κατά ζώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνη + -ειδής (< είδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζωνοειδεῖς — ζωνοειδής like a belt masc/fem acc pl ζωνοειδής like a belt masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώνη της Αφροδίτης — Ζωνοειδής κεραιοφόρος οργανισμός. Ανήκει στα κτενοφόρα και είναι ημιδιαφανής, επιμήκης και πλατύς όπως ακριβώς και μια ζώνη. Έχει ύψος έως 1,5 εκ. και μήκος έως 1,5 μ. Ζει στη Μεσόγειο και στον τροπικό Ατλαντικό ωκεανό …   Dictionary of Greek

  • ζωνοειδέσιν — ζωνοειδής like a belt masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωνοειδῶς — ζωνοειδής like a belt adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”